οζίδιο

οζίδιο
το [όζος (Ι)]
1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό
2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος
3. (βιοχ.) ο οζίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • οζιδιοειδής — ές όμοιος με οζίδιο …   Dictionary of Greek

  • πιμελίσκη — η, Ν ιατρ. κιτρινωπό οζίδιο τού επιπεφυκότα στο πρόσθιο μέρος τού ματιού, συνήθως από την πλευρά τής μύτης, που εμφανίζεται σε ηλικιωμένα άτομα …   Dictionary of Greek

  • φύμα — το / φῦμα, ύματος, ΝΜΑ καθετί που εκφύεται, που εξέχει στο δέρμα ή σε άλλο σημείο τού σώματος, έπαρμα νεοελλ. 1. ανατ. μικρών διαστάσεων προεξοχή οστών, τής εγκεφαλικής ουσίας ή άλλων ιστών (α. «γενειακό φύμα τής κάτω γνάθου» β. «σφαγιδιτικό φύμα …   Dictionary of Greek

  • όζος — (I) ο (Α ὄζος και αιολ. τ. ὔσδος) 1. το σημείο τού στελέχους τού φυτού από όπου εκφύεται το φύλλο ή το κλαδί, αλλ. κόμβος, γόνατο 2. κλαδί, κλωνάρι, βλαστός 3. άγονος οφθαλμός ή κόμβος, οφθαλμός φυτού ο οποίος δεν βλάστησε («τυφλοὶ ὄζοι», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”